Για τον Κουέντιν Ταραντίνο και τις ταινίες του ίσως να μη χρειάζεται να πούμε και πάρα πολλά. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς της γενιάς του και δε θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ανήκει και στο μικρό γκρουπ των μεγαλύτερων δημιουργών όλων των εποχών, ακόμα και αν η ακαδημία επιμένει να προσπαθεί να μας πείσει για το αντίθετο. Παθιασμένος με τους αντι-ήρωες, μας παρουσιάζει σε κάθε του ταινία τα βρωμερότερα καθάρματα και με έναν μαγικό τρόπο μας κάνει να ταυτιστούμε μαζί τους, να τους αγαπήσουμε και εν τέλει να εξερευνήσουμε την δική μας σκοτεινή πλευρά.. αυτό άλλωστε δεν κάνει η τέχνη;
Ο Ταραντίνο απολαμβάνει ένα προνόμιο το οποίο πάρα πολύ λίγοι σκηνοθέτες έχουν απολαύσει μέχρι στιγμής. Το να έχει δηλαδή πλήρη ελευθερία στο τι θα γράψει, με ποιους θα συνεργαστεί και τι είδος ταινίας θα κάνει. Όταν λοιπόν αποφάσισε να κάνει δεύτερο γουέστερν στη σειρά, δε βρέθηκε κανείς να του πει πως δεν είναι δα και ο Σέρτζιο Λεόνε. Και μιας και αναφέραμε τον Λεόνε ας γυρίσουμε κάποια χρόνια πίσω να δούμε τι ίσχυε στα «Σπαγγέτι Γουέστερν»
Ζέστη, σκόνη, λειψυδρία και χρηματικές αμοιβές για τους επικηρυγμένους που έφταναν σιδηροδέσμιοι (στην καλύτερη) ή νεκροί στο γραφείο του σερίφη αλλά κυρίως ζέστη…
Οι περισσότεροι από 40 βαθμούς κελσίου ανάγκαζαν τους σκηνοθέτες να ρίχνουν τον ρυθμό των ταινιών τους στο σημειωτόν για χάρη του ρεαλισμού, γιατί «τίποτα δεν κινείται γρήγορα στο Ελ Πάσο»
Το αποτέλεσμα το έχουμε παρακολουθήσει όλοι. Ανθολογικές σκηνές, επικές ταινίες, αλλά αφόρητα αργές (για τα σημερινά δεδομένα τουλάχιστον) στις όποιες η λύτρωση έρχεται μετά από 3 ώρες όταν ο Τουκο τρέχει ανάμεσα στους τάφους με χαρά μικρού παιδιού ενώ από πίσω παίζει επιβλητικό το «ecstasy of gold» του Ένιο Μορικόνε.
Οι νεότεροι δημιουργοί φυσικά έχουν καταλάβει το πρόβλημα αυτό κι έτσι τα σύγχρονα γουέστερν έχουν μεταφερθεί βορειότερα του Τέξας. Ο Ταραντίνο σαν κάθε ιδιοφυία που σέβεται τον εαυτό της το πάει ένα βήμα παραπέρα και αποφασίζει να στήσει το σκηνικό του σε ένα πανδοχείο στα βουνά του Γουαϊόμινγκ εν μέσω χιονοθύελλας.
Λίγα χρόνια μετά τον αμερικανικό εμφύλιο, ένας κυνηγός επικηρυγμένων, μια φυλακισμένη, ένας λοχαγός των βορείων, ένας γελαδάρης, ένας άγγλος, ένας στρατηγός των νοτίων, ένας μεξικάνος και φυσικά ο σερίφης, συναντιούνται σε ένα σκηνικό θανάτου, αποκλεισμένοι για τουλάχιστον μια νύχτα στο πανδοχείο της Μίνι. Πόσοι και ποιοι θα ζήσουν δεν ξέρουμε. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι θα δούμε ότι δεν είδαμε στο Django. Γιατί άλλωστε να κάνει δεύτερο γουέστερν κατευθείαν αν μπόρεσε να μας πει οσα ήθελε στο πρώτο;
Ο Ταραντίνο κινηματογραφεί αργά και σταθερά, σε ένα αμιγώς θεατρικό σκηνικό. Τόσο θεατρικό που σε κάθε βήμα ακούς το σανίδι, και χωρίς να ρίχνει τον ρυθμό ούτε δευτερόλεπτο, αναθέτει ευφυέστατα στο σενάριο και τους διαλόγους να οδηγούν την ταινία, με όλα τα Ταρανρινικά στερεότυπα να παρελαύνουν ένα ένα από την οθόνη.
Η συζήτηση στο τραπέζι που δεν έχει λείψει ποτέ, οι ατάκες που πλέον αναγνωρίζονται από χιλιόμετρα και τα στοιχεία κωμωδίας που (πετυχημένα) επιμένει να βάζει πάντα, είναι εκεί για να σου θυμίζουν για ποιο λόγο περίμενες τόσο καιρό να μπεις σε αυτή την αίθουσα.
Το πολιτικό στοιχείο δε λείπει ούτε από το hateful 8, και τώρα μάλιστα είναι βουτηγμένο στο αίμα. Την χρονιά που η ¨Λευκή¨ Αμερική εξαπέλυσε μια μικρή γενοκτονία απέναντι στην μαύρη κοινότητα, o κυνηγός επικηρυγμένων Μάρκους Γουόρεν μας λέει ότι ¨ Όταν ενας μαύρος αντικρίζει την Αμερική, είναι ασφαλής μόνο όταν οι λευκοί είναι αφοπλισμένοι¨ κάνοντας ουσιαστικά κριτική στα 2 μέτρα και 2 σταθμά πάνω στα οποία έχει οικοδομηθεί το αμερικάνικο όνειρο. Είπαμε, η υπόθεση εκτυλίσσεται λίγα χρόνια μετά τον αμερικανικό εμφύλιο, τον καιρό που υποτίθεται πως νίκησαν οι Γιάνκηδες και οι μαύροι σκλάβοι έχασαν τις αλυσίδες τους, αλλά ζουν ακόμα και σήμερα σε γκέτο με τον φόβο να δολοφονηθούν στην γειτονιά τους από κάποιο λευκό μπάτσο.
Η αλληγορία είναι απλή και στήθηκε πανέξυπνα από τον Ταραντίνο σε μια αριστουργηματική ταινία με ένα καστ και ερμηνείες που σε πείθουν από το πρώτο δευτερόλεπτο μέχρι το τελευταίο. Το hateful 8 μας έρχεται από κινηματογράφο μιας άλλης εποχής. Της εποχής που δεν υπήρχαν green screens, τεχνητές εκρήξεις και ειδικά εφε για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του θεατή. Τότε ο κινηματογράφος ήταν κυρίως το σενάριο οι διάλογοι και οι ερμηνείες των ηθοποιών. Με απόλυτο σεβασμό στα γουέστερν λοιπόν, ο Ταραντίνο αναθέτει στον Μορικόνε το original score της ταινίας, βάζει στην μηχανή το 70άρι και ξεκινάει το γύρισμα.
και κάτι ακόμα..
When John Ruth the hangman catches you…You hang
Apostolis Conway